Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ, στιχ.806-807 (Οιδίποδας)

Δε γνωρίζω κανένα άνθρωπο δίκαιο που για όλα τα θέματα ρητορεύει ωραία
ἄνδρα δ᾿ οὐδέν᾿ οἶδ᾿ ἐγώ δίκαιον ὅστις ἐξ ἅπαντος εὖ λέγει

Ευριπίδης, Ιππόλυτος, στιχ.988-989 (Ιππόλυτος)

Οι φαύλοι, ενώ μπροστά στους σοφούς στέκονται αμήχανοι, μπροστά στον όχλο λύνεται η γλώσσα τους
οἱ γάρ ἐν σοφοῖς φαῦλοι παρ᾿ ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν

Ευριπίδης, Ιππόλυτος, στιχ.486-489 (Φαίδρα)

Τα ωραία λόγια καταστρέφουν ολόκληρες και καλά κυβερνημένες πόλεις και σπίτια. Δεν πρέπει, λοιπόν, να λέμε λόγια ευχάριστα στ᾿ αυτιά, αλλά αυτά τα λόγια που φέρνουν τιμή σε κάποιον
τοῦτ᾿ ἔσθ᾿ ὅ θνητῶν εὖ πόλεις οἰκουμένας δόμους τ᾿ ἀπόλλυσ᾿, οἱ καλοί λίαν λόγοι. οὐ γάρ τά τοῖσιν ὠσί τερπνά χρή λέγειν, ἀλλ᾿ ἐξ᾿ ὅτου τίς εὐκλεής γενήσεται

Ευριπίδης, Ιππόλυτος, στιχ.95-96 (Υπηρέτης-Ιππόλυτος)

ΥΠ. Τους γλυκομίλητους τους αγαπούνε;
ΙΠ. Πάρα πολύ, κι έχουν κέρδος με λίγο κόπο
ΥΠ. ἐν δέ εὐπροσηγόροισιν ἔστι τις χάρις;
ΙΠ. πλείστη γε, καί κέρδος γε σύν μόχθῳ βραχεῖ

Ευριπίδης, Ανδρομάχη, στιχ. 189-190 (Ανδρομάχη)

Οι ισχυροί δύσκολα αντέχουν τα σωστά λόγια, όταν προέρχονται από αδύναμους
οἱ γάρ πνέοντες μεγάλα τούς κρείσσους λόγους πικρῶς φέρουσι τῶν ἐλασσόνων ὕπο

Αριστοφάνης, Αχαρνης, στιχ.352-354 (Δικαιόπολις)

Είναι φοβερό η καρβουνόσκονη από τη φύση της να μοιάζει με τον ψυχισμό των ανθρώπων, που χτυπούν και φωνάζουν και δε θέλουν ν᾿ ακούσουν κάτι σωστό
δεινόν γάρ οὕτως ὀμφακίαν πεφυκέναι τόν θυμόν ἀνδρῶν ὥστε βάλλειν καί βοᾶν ἐθέλειν τ᾿ ἀκοῦσαι μηδέν ἴσον ἴσῳ φέρον

Ευριπίδης, Φοίνισσαι, στιχ.499-500 (Ετεοκλής)

Αν το σοφό και το ωραίο ήταν το ίδιο για όλους, δε θα υπήρχαν στους ανθρώπους έριδες
εἰ πᾶσι ταὐτόν καλόν ἔφυ σοφόν, οὐκ ἦν ἄν ἀμφίλεκτος ἀνθρώποις ἔρις

Ευριπίδης, Φοίνισσαι, στιχ.452-453 (Ιοκάστη)

Η βιασύνη δεν οδηγεί στο δίκαιο, ενώ φτάνεις πιο εύκολα στη σοφία μιλώντας αργά
οὔτοι τό ταχύ τήν δίκην ἔχει, βραδεῖς δέ μῦθοι πλεῖστον, ἀνύουσιν σοφόν

Ευριπίδης, Ηρακλής Μαινόμενος, στιχ.101-102 (Αμφιτρύωνας)

Και τα βάσανα των ανθρώπων κάποτε κουράζονται κι οι άνεμοι δε φυσούν για πάντα δυνατά
κάμνουσι γάρ τοι καί βροτῶν οἱ συμφοραί καί πνεύματ᾿ ἀνέμων οὐκ ἀεί ῥώμην ἔχει

Ευριπίδης, Ηρακλείδαι, στιχ.865-866 (υπηρέτης)

Αυτόν που φαίνεται να ζει ευτυχισμένος μην τον ζηλεύει κανείς, πριν δει το θάνατό του· γιατί οι τύχες είναι εφήμερες
τόν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μή ζηλοῦν, πρίν ἄν θανόντ᾿ ἴδῃ τις· ὡς ἐφήμεροι τύχαι

Ευριπίδης, Ελένη, στιχ.417-419 (Μενέλαος)

Όταν κάποιος είναι ευτυχισμένος και κακοπάθει, αισθάνεται πικρότερη τη δυστυχία απ᾿ αυτόν που τη γνωρίζει από παλιά
ὅταν δ᾿ ἀνήρ πράξῃ κακῶς ὑψηλός, εἰς ἀηθίαν πίπτει κακίω τοῦ πάλαι δυσδαίμονος

Ευριπίδης, Ελένη, στιχ.27 (Ελένη)

...την ομορφιά μου, αν θεωρείται ομορφιά ό,τι σου φέρνει δυστυχία
τοὐμόν δέ κάλλος, εἰ καλόν τό δυστυχές

Μένανδρος, Δύσκολος, στιχ.127-128 (Χαιρέας)

Αυτό να ξέρεις καλά, πως σε όλα τα πράγματα η κατάλληλη στιγμή φέρνει επιτυχία
εὖ τοῦτ᾿ ἴσθ᾿ ὅτι πρός πάντα πράγματ᾿ ἐστί πρακτικώτερον εὐκαιρία

Ευριπίδης, Φοίνισσαι, στιχ.558 (Ιοκάστη)

Δεν είναι βέβαιη η ευτυχία, αλλά εφήμερη
ὁ δ᾿ ὄλβος οὐ βέβαιος, ἀλλ᾿ ἐφήμερος

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Ευριπίδης, Άλκηστις, στιχ.788-789 (Ηρακλής)

Να χαίρεσαι, να πίνεις, τη ζωή σου να σκέφτεσαι κάθε μέρα δική σου· τα υπόλοιπα άφησέ τα στην τύχη
εὔφραινε σαυτόν, πῖνε, τόν καθ᾿ ἡμέραν βίον λογίζου σόν, τά δ᾿ ἄλλα τῆς τύχης

Ευριπίδης, Άλκηστις, στιχ.782-785 (Ηρακλής)

Είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων κάποτε να πεθάνουν, και δεν υπάρχει θνητός που να γνωρίζει αν αύριο θα ζήσει· γιατί είναι άγνωστο η τύχη ποιον δρόμο θα πάρει
βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται, κοὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἐξεπίσταται τήν αὔριον μέλλουσαν εἰ βιώσεται· τό τῆς τύχης γάρ ἀφανές οἷ προβήσεται

Ευριπίδης, Άλκηστις, στιχ.692-693 (ΦΕΡΗΣ)

Σκέφτομαι πως πολύ καιρό περνά κανείς στον Κάτω κόσμο, ενώ η ζωή είναι μικρή, αλλά γλυκιά
ἦ μήν πολύν γε τόν κάτω λογίζομαι χρόνον, τό δέ ζῆν μικρόν, ἀλλ' ὅμως γλυκύ

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ.953-954 (Άδραστος)

Η ζωή είναι πολύ μικρή· γι' αυτό πρέπει να τη ζούμε καλά και δίχως βάσανα
σμικρόν τό χρῆμα τοῦ βίου· τοῦτον δέ χρή ὡς ῥᾷστα καί μή σύν πόνοις διεκπερᾶν

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ.775-777 (Άδραστος)

Γιατί μόνο αυτό απ' όλα τα αγαθά δε μπορούν να αποκτήσουν ξανά οι θνητοί, αν το χάσουν· τη ζωή τους. Τα άλλα πράγματα μπορούν και πάλι να τα κερδίσουν
τοῦτο γάρ μόνον βροτοῖς οὐκ ἔστι τἀνάλωμ᾿ ἀναλωθέν λαβεῖν, ψυχήν βροτείαν· χρημάτων δ᾿ εἰσίν πόροι

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ.608-609 (χορός)

Αλλά τον πολύ ευτυχισμένο μπορεί και πάλι να τον κυριεύσει η δυστυχία
ἀλλά τόν εὐτυχία λαμπρόν ἄν τίς αἱροῖ μοῖρα πάλιν

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Μένανδρος, Δύσκολος, στιχ.284-287 (Γοργίας)

μήτε να πιστεύεις, αν είσαι πλούσιος, τόσο πολύ στα πλούτη, μήτε πάλι να περιφρονείς εμάς τους φτωχούς· να φαίνεσαι πάντα, όμως, για κείνους που σε βλέπουν πως σου αξίζει η ευτυχία
μήτ᾿ αὐτός, εἰ σφόδρ᾿ εὐπορεῖς, πίστευε τούτωι, μήτε τῶν πτωχῶν πάλιν ἡμῶν καταφρόνει· τοῦ διευτυχεῖν δ᾿ ἀεί πάρεχε σεαυτόν τοῖς ὁρῶσιν ἄξιον

Ευριπίδης, Ρήσος, στιχ.164-165 (Δόλωνας)

Σε κάθε πράξη το κέρδος κάνει διπλή τη χαρά
παντί γάρ προσκείμενον κέρδος πρός ἔργῳ τήν χάριν τίκτει διπλῆν

Ησίοδος, Έργα και ημέραι, στιχ.323-324

Όταν το κέρδος εξαπατά το νου του ανθρώπου, αυτός κατακλύζεται από αδιαντροπιά κι αναίδεια
εὖτ᾿ ἄν δή κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ ἀνθρώπων, αἰδῶ δέ τ᾿ ἀναδείη κατοπάζῃ

Ευριπίδης, Εκάβη, στιχ.827-828 (Εκάβη)

Ο καλός άντρας πρέπει πάντοτε να υπηρετεί το δίκαιο και να συμπεριφέρεται με σκληρότητα στους κακούς
ἐσθλοῦ γάρ ἀνδρός τῇ δίκῃ θ᾿ ὑπηρετεῖν καί τούς κακούς δρᾶν πανταχοῦ κακῶς ἀεί

Ευριπίδης, Ελένη, στιχ.1030-1031 (χορός)

Κανείς ποτέ δεν ευτύχησε κάνοντας αδικίες, στο δίκαιο βρίσκεται η σωτηρία
οὐδείς ποτ᾿ εὐτύχησεν ἔκδικος γεγώς, ἐν τῷ δικαίῳ δ᾿ ἐλπίδες σωτηρίας

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ.312-313 (Αίθρα)

Όταν κάποιος σέβεται τους νόμους, τότε σώζει τις πόλεις από την καταστροφή
τό γάρ τοι συνέχον ἀνθρώπων πόλεις τοῦτ᾿ ἐσθ᾿, ὅταν τίς τούς νόμους σῴζῃ καλῶς

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ.84

Η ανθρώπινη φύση που έχει την τάση να αδικεί κάνει αδικίες ακόμη κι όταν ισχύουν οι νόμοι
ἡ ἀνθρωπεία φύσις, εἰωθυῖα καί παρά τούς νόμους ἀδικεῖν

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ.65 (Θηβαίοι προς Λακεδαιμονίους)

Όσοι οδηγούν κάποιους στην παρανομία, παρανομούν περισσότερο απ᾿ αυτούς που τους ακολουθούν
οἱ γάρ ἄγοντες παρανομοῦσι μᾶλλον τῶν ἑπομένων

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ.45 (Κλέων)

Με λίγα λόγια, είναι αδύνατο -και όποιος πιστεύει το αντίθετο είναι πολύ ανόητος - η ανθρώπινη φύση, όταν κυριαρχείται από το πάθος να κάνει κάτι, να συγκρατηθεί λόγω της αυστηρότητας των νόμων ή κάποιο άλλο φόβο
ἁπλῶς τε ἀδύνατον καί πολλῆς εὐηθίας, ὅστις οἴεται τῆς ἀνθρωπείας φύσεως ὁρμωμένης προθύμως τι πρᾶξαι ἀποτροπήν τινα ἔχειν ἤ νόμων ἰσχύι ἤ ἄλλῳ τῳ δεινῷ

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ.40 (Κλέων)

τη συγγνώμη την αξίζει μόνο αυτό που γίνεται ακούσια
ξύγγνωμον δ᾿ ἐστί τό ἀκούσιον

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ.37 (Κλέων)

Ισχυρότερη είναι η πόλη που έχει χειρότερους νόμους, αλλά απαραβίαστους, απ΄ αυτή που έχει καλούς νόμους, αλλά χωρίς κύρος
χείροσι νόμοις ἀκινήτοις χρωμένη πόλις κρείσσων ἐστίν ἤ καλῶς ἔχουσιν ἀκύροις

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ.463-464 (χορός)

Αλίμονο· πόσο ξιπάζονται οι κακοί όταν τους βοηθά η τύχη, πιστεύοντας αλλαζονικά πως θα ευτυχούν για πάντα
φεῦ φεῦ· κακοῖσιν ὡς ὅταν δαίμων διδῷ καλῶς, ὑβρίζουσ' ὡς ἀεί πράξοντες εὖ

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ.269-270 (χορός)

Δεν είναι δυνατό να υπάρχει ευτυχία στους ανθρώπους μέχρι το τέλος της ζωής τους
τῶν γάρ ἐν βροτοῖς οὐκ ἐστιν οὐδέν διά τέλους εὐδαιμονοῦν

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ.196-200 (Θησέας)

Γιατί είπε κάποιος πως οι συμφορές είναι στους θνητούς περισσότερες από τις ευτυχίες· εγώ, όμως, έχω αντίθετη γνώμη, περισσότερες είναι οι χαρές από τις λύπες στους ανθρώπους· αλλιώς, θα ήμαστε όλοι αφανισμένοι.
ἔλεξε γάρ τίς ὡς τά χείρονα πλείω βροτοῖσιν ἐστι τῶν ἀμεινόνων· ἐγώ δέ τούτοις ἀντίαν γνώμην ἔχω, πλείω τά χρηστά τῶν κακῶν εἶναι βροτοῖς· εἰ μή γάρ ἦν τόδ' οὐκ ἄν ἦμεν ἐν φάει

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ.179 (Άδραστος)

Όταν κάποιοι είναι ευτυχισμένοι πρέπει να φοβούνται τη δυστυχία
τά τ' οἰκτρά τούς μή δυστυχεῖς δεδοικέναι

Θουκυδίδης, Ιστορία Β΄, παρ.64 (Περικλής)

Γιατί τα πάντα από τη φύση τους έχουν ακμή και παρακμή
πάντα γάρ πέφυκε καί ἐλασσοῦσθαι