Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Ευριπίδης, Ίων, στιχ. 439-441 (Ίων)

Μην κάνεις εσύ τέτοια· αλλά, αφού έχεις εξουσία, να επιδιώκεις την αρετή-το καλό. Γιατί, αν κάποιος από τους ανθρώπους φανεί κακός, τον τιμωρούν οι θεοί
μή σύ γ᾿· ἀλλ᾿, ἐπεί κρατεῖς, ἀρετάς δίωκε. καί γάρ ὅστις ἄν βροτῶν κακός πεφύκῃ, ζημιοῦσιν οἱ θεοί

Ευριπίδης, Εκάβη, στιχ. 1166-1173 (Εκάβη)

Αγαμέμνονα, δε θα ᾿πρεπε ποτέ τα λόγια να έχουν μεγαλύτερη ισχύ στους ανθρώπους από τα έργα· αλλά, αν κάποιος έπραξε σωστά, σωστά πρέπει και να μιλάει, κι αν πάλι έπραξε πονηρά, αδύναμα να ᾿ναι τα λόγια του, ώστε ποτέ του να μη μπορεί να επαινεί το άδικο. Πονηροί είναι αυτοί που έχουν καταφέρει να βρουν τέτοιους τρόπους, αλλά δεν μπορούν να είναι για πάντα και στο τέλος καταστρέφονται· κανείς δε γλίτωσε ποτέ μέχρι τώρα
Ἀγαμέμνον, ἀνθρώποισιν οὐκ ἐχρῆν ποτε τῶν πραγμάτων την γλῶσσαν ἰσχύειν πλέον· ἀλλ᾿, εἴτε χρήστ᾿ ἔδρασε, χρήστ᾿ ἔδει λέγειν, εἴτ᾿ αὖ πονηρά, τούς λόγους εἶναι σαθρούς, καί μή δύνασθαι τἄδικ᾿ εὖ λέγειν ποτέ. σοφοί μέν οὖν εἰσ᾿ οἱ τάδ᾿ ἠκριβωκότες, ἀλλ᾿ οὐ δύνανται διά τέλους εἶναι σοφοί, κακῶς δ᾿ ἀπώλοντ᾿· οὔτις ἐξήλυξέ πω

Ευριπίδης, Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, στιχ. 558-568 (χορός)

Διαφορετικές οι φύσεις των ανθρώπων, διαφορετικές και οι συμπεριφορές τους· το σωστό, όμως, και το ωραίο ξεκάθαρο είναι πάντα· η σωστή ανατροφή οδηγεί με βέβαιο τρόπο στην αρετή· γιατί τότε η συστολή έχει σοφία και έχει τη χάρη να μεταστρέφει το νου για να βρει το σωστό, εκεί όπου η συνετή ζωή φέρνει αγέραστη δόξα. Είναι σπουδαίο να κυνηγάς την αρετή
διάφοροι δέ φύσεις βροτῶν, διάφοροι δέ τρόποι· τό δ᾿ ὀρθῶς ἐσθλόν σαφές αἰεί· τροφαί θ᾿ αἱ παιδευόμεναι μέγα φέρουσ᾿ ἐς τάν ἀρετάν· τότε γάρ αἰδεῖσθαι σοφία, τάν τ᾿ ἐξαλλάσουσαν ἔχει χάριν ὑπό γνώμας ἐσορᾶν τό δέον, ἔνθα δόξα φέρει κλέος ἀγήρατον βιοτᾷ. μέγα τι θηρεύειν ἀρετάν

Ευριπίδης, Μήδεια, στιχ. 407-409 (Μήδεια)

Παρ᾿ ότι γεννηθήκαμε γυναίκες, ανίκανες για το καλό, είναι μεγάλη πάντα η τέχνη μας για το κακό
πρός δέ καί πεφύκαμεν γυναῖκες, ἐς μέν ἔσθλ᾿ ἀμηχανώταται, κακῶν δέ πάντων τέκτονες σοφώταται

Ευριπίδης, Μήδεια, στιχ. 263-266 (Μήδεια)

Η γυναίκα για όλα τ᾿ άλλα φοβάται και δεν έχει θάρρος ούτε μπορεί να βλέπει πολεμικά όπλα· όταν, όμως, νιώθει προδομένη στον έρωτά της, δεν υπάρχει χειρότερη φόνισσα απ᾿ αυτή
γυνή γάρ τἄλλα μέν φόβου πλέα κακή τ᾿ ἐς ἀλκήν καί σίδηρον εἰσορᾶν· ὅταν δ᾿ ἐς εὐνήν ἠδικημένη κυρῇ, οὐκ ἔστιν ἄλλη φρήν μιαιφονωτέρα

Ευριπίδης, Μήδεια, στιχ. 14-15 (τροφός)

Η μεγαλύτερη ευτυχία για ένα σπίτι είναι όταν δεν υπάρχει διχόνοια μεταξύ του άντρα και της γυναίκας
ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία, ὅταν γυνή πρός ἄνδρα μή διχοστατῇ

Ευριπίδης, Ελένη, στιχ. 296-297 (Ελένη)

Όταν μια γυναίκα είναι με άντρα που δε θέλει, δε σέβεται καθόλου τον εαυτό της
ἀλλ᾿ ὅταν πόσις πικρός ξυνῇ γυναικί, καί τό σῶμ᾿ ἐστιν πικρόν

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Ευριπίδης, Εκάβη, στιχ. 886-888 (Αγαμέμνονας)

Γιατί για όλους, και για τον καθένα χωριστά και για την πόλη είναι κοινό αυτό, ο κακός δηλαδή κακό να παθαίνει, ενώ ο δίκαιος να ευτυχεί
πᾶσι γάρ κοινόν τόδε, ἰδίᾳ θ᾿ ἑκάστῳ καί πόλει, τόν μέν κακόν κακόν τι πάσχειν, τόν δέ χρηστόν εὐτυχεῖν

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ. 45 (Κλέων προς Αθηναίους)

Από τη φύση τους όλοι και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή κάνουν λάθη, και δεν υπάρχει νόμος που να τους εμποδίζει απ᾿ αυτό, αφού οι άνθρωποι έχουν δοκιμάσει ως τώρα όλες τις ποινές, αυξάνοντας συνεχώς το μέγεθός τους, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να βλαφτούν όσο το δυνατόν λιγότερο από τους εγκληματίες. Και είναι πιθανό παλιότερα οι ποινές να ήταν ελαφρύτερες για τα πιο βαριά αδικήματα, αλλά με την πάροδο του χρόνου, επειδή οι παρανομίες συνεχίζονταν, να έφτασαν οι περισσότερες - ποινές - να είναι ο θάνατος· αλλά και πάλι τα εγκλήματα συνεχίζονται. Ή, λοιπόν, θα πρέπει να βρούμε μεγαλύτερο φόβητρο από το θάνατο ή θα πρέπει να αποδεχτούμε πως τίποτα δε μπορεί να σταματήσει το έγκλημα
πεφύκασί τε ἅπαντες καί ἰδίᾳ καί δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν, καί οὐκ ἐστι νόμος ὅστις ἀπείρξει τούτου, ἐπεί διεξεληλύθασί γε διά πασῶν τῶν ζημιῶν οἱ ἄνθρωποι προστιθέντες, εἴ πως ἧσσον ἀδικοῖντο ὑπό τῶν κακούργων. καί εἰκός τό πάλαι τῶν μεγίστων ἀδικημάτων μαλακωτέρας κεῖσθαι αὐτάς, παραβαινομένων δέ τῷ χρόνῳ ἐς τόν θάνατον αἱ πολλαί ἀνήκουσιν· καί τοῦτο ὅμως παραβαίνεται. ἤ τοίνυν δεινότερόν τι τοῦτο δέος εὑρετέον ἐστίν ἤ τόδε γε οὐδέν ἐπίσχει

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ.38 (Κλέων προς Αθηναίους)

γιατί ο παθών με το πέρασμα του χρόνου εκδικείται το δράστη με λιγότερη οργή, ενώ αν η εκδίκηση έρθει όσο το δυνατόν εγγύτερα στο πάθημα, τότε το θύμα παίρνει ισάξια με το πάθημα ικανοποίηση
ὁ γάρ παθών τῷ δράσαντι ἀμβλυτέρα τῇ ὀργῇ ἐπεξέρχεται, ἀμύνεσθαι δέ τῷ παθεῖν ὅτι ἐγγυτάτω κείμενον ἀντίπαλον ὄν μάλιστα τήν τιμωρίαν ἀναλαμβάνει

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ. 549-557 (Θησέας)

Ανόητοι, νιώστε επιτέλους τις συμφορές των ανθρώπων· η ζωή μας είναι μια πάλη· ευτυχούν τώρα κάποιοι, ύστερα κάποιοι άλλοι, μετά πάλι οι άλλοι, και η τύχη επαίρεται· γι ᾿ αυτό και όταν ο δύστυχος ευτυχήσει δοξάζει την τύχη, και ο ευτυχισμένος, επειδή φοβάται μην τη χάσει, την τοποθετεί ψηλά. Αυτά έχοντας στο νου μας, δεν πρέπει να θυμώνουμε, όταν λίγο μας αδικούν, κάνοντας με τη σειρά μας κακό στους άλλους και βλάπτοντας την πόλη
ἀλλ᾿ ὦ μάταιοι, γνῶτε τἀνθρώπων κακά· παλαίσμαθ᾿ ἡμῶν ὁ βίος· εὐτυχοῦσι δέ οἵ μέν τάχ᾿, δ᾿ ἐσαῦθις, οἵ δ᾿ ἤδη βροτῶν, τρυφᾷ δ᾿ ὁ δαίμων· πρός τε γάρ τοῦ δυστυχοῦς, ὡς εὐτυχήσῃ, τίμιος γεραίρεται, ὅ τ᾿ ὄλβιος νιν πνεῦμα δειμαίνων λιπεῖν ὑψηλόν αἴρει. γνόντας οὖν χρεών τάδε ἀδικουμένους τε μέτρια μή θυμῷ φέρειν ἀδικεῖν τε τοιαῦθ᾿ οἷα μή βλάψαι πόλιν

Ηρόδοτος, Ιστορία 3, Θάλεια, παρ.40 (Άρασης, βασιλιάς Αιγυπτίων, προς Πολυκράτη, τύραννο Σάμου)

Και προσεύχομαι για μένα τον ίδιο αλλά και γι ᾿ αυτούς που νοιάζομαι, για να ευτυχώ σε κάποια πράγματα και να δυστυχώ σε άλλα, και έτσι να περνώ διαδοχικά από την επιτυχία στην αποτυχία. Γιατί κανέναν δεν γνωρίζω ούτε άκουσα που να έχει ευτυχήσει σε όλα έχοντας συνεχώς την εύνοια της τύχης και να μην είχε ολέθριο τέλος. Εσύ, λοιπόν, ακούγοντας εμένα, για να ευτυχήσεις κάνε τα εξής. Αφού σκεφτείς τι είναι πολυτιμότερο για σένα και που αν το στερηθείς θα πονέσεις πάρα πολύ, στη συνέχεια απόβαλέ το, ώστε να μην το ξαναδεί ποτέ κανείς άνθρωπος. Αν και μετά απ᾿ αυτό δεν καταλάβεις ότι η ευτυχία εναλλάσσεται με τις συμφορές, συνέχιζε ν᾿ ακολουθείς τον τρόπο που σου προτείνω
Καί κως βούλομαι καί αὐτός καί τῶν ἄν κήδωμαι τό μέν τι εὐτυχέειν τῶν πραγμάτων, τό δέ προσπταίειν, καί οὕτω διαφέρειν τόν αἰῶνα ἐναλλάξ πρήσσων ἤ εὐτυχέειν τά πάντα. οὐδένα γάρ κω λόγῳ οἶδα ἀκούσας ὅστις ἐς τέλος οὐ κακῶς ἐτελεύτησε πρόρριζος, εὐτυχέων τά πάντα. Σύ νῦν ἐμοί πειθόμενος ποίησον πρός τάς εὐτυχίας τοιάδε. Φροντίσας τό ἄν εὕρῃς ἐόν τι πλείστου ἄξιον καί ἐπ᾿ ᾧ σύ ἀπολομένῳ μάλιστα τήν ψυχήν ἀλγήσεις, τοῦτο ἀπόβαλε οὕτω ὅκως μηκέτι ἥξει ἐς ἀνθρώπους. Ἤν τε μή ἐναλλάξ ἤδη τὠπό τούτου αἱ εὐτυχίαι τοι τῇσι πάθησι προσπίπτωσι, τρόπῳ τῷ ἐξ ἐμέο ὑποκειμένῳ ἀκέο

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Θουκυδίδης, Ιστορία Δ΄, παρ.17 (Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις προς Αθηναίους)

Και να μην πάθετε όπως αυτοί από τους ανθρώπους που έχουν πετύχει κάτι ασυνήθιστα καλό· γιατί αυτοί, επιθυμούν και ελπίζουν πάντα ακόμη περισσότερα. Κι αυτό λόγω της απροσδόκητης ευτυχίας της στιγμής. Αυτοί, όμως, που έχουν βιώσει πολλές μεταβολές της τύχης -και προς το καλύτερο και προς το χειρότερο- δικαιολογημένα είναι πάρα πολύ δύσπιστοι στις επιτυχίες
καί μή παθεῖν ὅπερ οἱ ἀήθως τι ἀγαθόν λαμβάνοντες τῶν ἀνθρώπων· αἰεί γάρ τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγονται. διά τό καί τά παρόντα ἀδοκήτως εὐτυχῆσαι. οἷς δέ πλεῖσται μεταβολαί ἐπ᾿ ἀμφότερα ξυμβεβήκασι, δίκαιοί εἰσί καί ἀπιστότατοι εἶναι ταῖς εὐπραγίαις

Μένανδρος(;)

υπάρχει ένας σοφός λόγος, όχι δικός μου, ότι τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη δύναμη από την ανάγκη
λόγος γάρ ἐστιν οὐκ ἐμός, σοφόν δ᾿ ἔπος, δεινῆ ἀνάγκης οὐδέν ἰσχύειν πλέον

Ευριπίδης, Εκάβη, στιχ. 847-851 (Εκάβη)

Αλίμονο· δεν υπάρχει άνθρωπος που να είναι ελεύθερος· γιατί ή είναι δούλος των χρημάτων ή της τύχης, ή ο λαός ή αυτά που υπαγορεύουν οι νόμοι τον εμποδίζουν να κάνει ό,τι θέλει
φεῦ· οὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἐστ᾿ ἐλεύθερος · ἤ χρημάτων γάρ δοῦλός ἔστιν ἤ τύχης, ἤ πλῆθος αὐτόν πόλεος ἤ νόμων γραφαί εἴργουσι χρῆσθαι μή κατά γνώμην τρόποις

Ευριπίδης, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, στιχ. 114-115, 122 (Πυλάδης και Ορέστης)

ΠΥΛ. οι γενναίοι άντρες τολμούν στα δύσκολα, ενώ οι δειλοί δεν αξίζουν τίποτα
ΟΡ. δεν υπάρχει δυσκολία που να φέρνει ενδοιασμό στα γενναίους νέους
ΠΥΛ. τούς πόνους γάρ ἀγαθοί τολμῶσι, δειλοί δ᾿ εἰσίν οὐδέν οὐδαμοῦ...
ΟΡ. μόχθος γάρ οὐδείς τοῖς νέοις σκῆψιν φέρειν

Ευριπίδης, Τρωάδες, στιχ. 409-411 (Κασσάνδρα)

Όποιος είναι συνετός πρέπει ν᾿ αποφεύγει τον πόλεμο· αν, όμως, αναγκαστεί να πολεμήσει, πέφτοντας για την πατρίδα με τιμή, δόξα τρανή, αν άτιμα χαθεί, μεγάλη ντροπή
φεύγειν μέν οὖν χρή πόλεμον ὅστις εὖ φρονεῖ· εἰ δ᾿ ἐς τόδ᾿ ἔλθοι, στέφανος οὐκ αἰσχρός πόλει καλῶς ὀλέσθαι, μή καλώς δέ δυσκλεές

Ευριπίδης, Ηρακλής Μαινόμενος, στιχ. 105-106 (Αμφιτρύωνας)

Γενναίος άντρας είναι αυτός που πάντοτε ελπίζει· οι δυσκολίες είναι για τους δειλούς
οὗτος δ᾿ ἀνήρ ἄριστος ὅστις ἐλπίσι πέποιθεν αἰεί· τό δ᾿ ἀπορεῖν ἀνδρός κακοῦ

Ευριπίδης, Ηρακλείδαι, στιχ. 533-534 (ΜΑΚΑΡΙΑ, κόρη του Ηρακλή)

γιατί βρήκα τη μεγαλύτερη δόξα περιφρονώντας τη ζωή μου, να πεθάνω δοξασμένα
εὕρημα γάρ τοι μή φιλοψυχοῦσ᾿ ἐγώ κάλλιστον ηὕρυκ, εὐκλεῶς λιπεῖν βίον

Ευριπίδης, Ηρακλείδαι, στιχ.200-201 (Ιόλαος)

γιατί η ντροπή θεωρείται από τους γενναίους άντρες βάρος για τη ζωή τους
ἡ γάρ αἰσχύνη βάρος τοῦ ζῆν παρ᾿ ἐσθλοῖς ἀνδράσιν νομίζεται

Αισχύλος, Πέρσαι, στιχ. 588-591 (χορός)

Η γλώσσα των ανθρώπων δεν κρατιέται· γιατί είναι ελεύθερος ο λαός να μιλά, μόλις καταλύθηκε η βίαιη σκλαβιά
οὐδ᾿ ἔτι γλῶσσα βροτοῖσιν ἐν φυλακαῖς· λέλυται γάρ λαός ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγόν ἀλκᾶς

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Ευριπίδης, Ρήσος, στιχ. 245-246 (χορός)

Σπανίζουν οι γενναίοι, όταν η πολιτεία χτυπιέται μες στα άγρια κύματα του πελάγους
ἦ σπανία τις τῶν ἀγαθῶν, ὅταν ᾖ δυσάλιος ἐν πελάγει καί σαλεύῃ πόλις

Ξενοφών, Ελληνικά Δ΄,1, παρ.36 (Αγησίλαος προς Φαρνάβαζο)

Πράγματι νομίζω πως η ελευθερία είναι ισάξια με όλα τα αγαθά του κόσμου
καίτοι ἐλεύθερον εἶναι ἐγώ μέν οἶμαι ἀντάξιον εἶναι τῶν πάντων χρημάτων

Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, στιχ. 683-685 (Ετεοκλής)

Κάθε φορά που κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο, πρέπει να το κάνει χωρίς ντροπή· αυτό άλλωστε είναι το μόνο κέρδος στους ανθρώπους· καμία δόξα δε μπορείς να πεις πως βρήκες στα κακά και στην ατιμία
εἴπερ κακόν φέροι τις, αἰσχύνης ἄτερ ἔστω· μόνον γάρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι· κακῶν δέ κᾀσχρῶν οὔτιν᾿ εὐκλείαν ἐρεῖς

Θουκυδίδης, Ιστορία Β΄, παρ.43 (Περικλέους Επιτάφιος)

Για έναν άντρα που έχει φρόνημα πιο οδυνηρός είναι ο εξευτελισμός που ακολουθεί τη δειλία παρά ο θάνατος που δεν θα τον αισθανθεί και θα επέλθει σε στιγμές δύναμης και κοινής ελπίδας
ἀλγεινοτέρα γάρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετά τοῦ ἐν τῷ μαλακισθῆναι κάκωσις ἤ ὁ μετά ῥώμης καί κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος

Θουκυδίδης, Ιστορία Β΄, παρ. 40 (Περικλέους Επιτάφιος)

και πιο γενναιόψυχοι δίκαια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εκείνοι που ενώ γνωρίζουν ξεκάθαρα τα δεινά και τα ευχάριστα, παρ᾿ όλα αυτά δεν προσπαθούν ν᾿ αποφύγουν τους κινδύνους
κράτιστοι δ᾿ ἄν τήν ψυχήν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινά καί ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καί διά ταῦτα μή ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων

Θουκυδίδης, Ιστορία Β΄, παρ. 87 (Πελοποννήσιοι στρατηγοί προς Λακεδαιμονίους)

Χωρίς όμως γενναιοψυχία καμία πολεμική εμπειρία δεν έχει αξία μπρος στους κινδύνους. Κι αυτό γιατί ο φόβος παραλύει τη μνήμη, ενώ και η πολεμική τέχνη χωρίς θάρρος δεν ωφελεί σε τίποτα
ἄνευ δέ εὐψυχίας οὐδεμία τέχνη πρός τούς κινδύνους ἰσχύει. φόβος γάρ μνήμην ἐκπλήσσει, τέχνη δέ ἄνευ ἀλκῆς οὐδέν ὠφελεῖ

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ.82

Και έπεσαν πολλά δεινά κατά τη διάρκεια των εμφύλιων πολέμων στις πόλεις, δεινά που γίνονταν και θα γίνονται πάντα, όσο θα παραμένει ίδια η φύση των ανθρώπων, περισσότερο ή λιγότερο φοβερά και με διαφορετική μορφή, ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων· την περίοδο της ειρήνης και της ευημερίας τα κράτη και οι πολίτες έχουν καλύτερες τις γνώμες τους, γιατί δεν τους πιέζουν οι ανάγκες, ενώ ο πόλεμος που αφαιρεί καθημερινά ευκολίες ζωής γίνεται δάσκαλος της βίας στους ανθρώπους και εξομοιώνει τον ψυχισμό του πλήθους με την παρούσα κατάσταση
καί ἐπέπεσε πολλά καί χαλεπά κατά στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα μέν καί αἰεί ἐσόμενα, ἕως ἄν ἡ αὐτή φύσις ἀνθρώπων ᾖ, μᾶλλον δέ καί ἡσυχαίτερα καί τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα, ὡς ἄν ἕκασται αἱ μεταβολαί τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται, ἐν μέν γάρ εἰρήνῃ καί ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καί οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τάς γνώμας ἔχουσι διά τό μή ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν· ὁ δέ πόλεμος ὑφελών τήν εὐπορίαν τοῦ καθ᾿ ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καί πρός τά παρόντα τάς ὀργάς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ. 374-375 (χορός)

Ωραία δόξα για τα κράτη ο αγώνας για την εκπλήρωση ενός ιερού χρέους· χαρίζει για πάντα ευγνωμοσύνη
καλόν δ᾿ ἄγαλμα πόλεσιν εὐσεβής πόνος· χάριν τ᾿ ἔχει τάν ἐς αἰεί

Θουκυδίδης, Ιστορία Δ΄, παρ. 59 (Ερμοκράτης, Συρακούσιος)

Γιατί κανείς δεν αναγκάζεται να κάνει πόλεμο, λόγω άγνοιας
, ούτε από φόβο, αν νομίζει ότι θα κερδίσει κάτι περισσότερο, δεν τον διεξάγει. Ο πόλεμος γίνεται, όταν η μια πλευρά διαβλέπει πως τα οφέλη θα είναι περισσότερα από τα δεινά, ενώ η άλλη πλευρά αναγκάζεται-προτιμά να πολεμήσει, προ του κινδύνου να υποστεί έστω και την παραμικρή ζημιά στα συμφέροντά της
οὐδείς γάρ οὔτε ἀμαθίᾳ ἀναγκάζεται αὐτό δρᾶν, οὔτε φόβῳ, ἤν οἴηται τι πλέον σχήσειν, ἀποτρέπεται. ξυμβαίνει δέ τοῖς μέν τά κέρδη μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν, οἱ δέ τούς κινδύνους ἐθέλουσιν ὑφίστασθαι πρό τοῦ αὐτίκα τι ἐλασσοῦσθαι

Θουκυδίδης, Ιστορία Β΄, παρ. 61 (Περικλής προς Αθηναίους)

Πράγματι, σ᾿ αυτούς που υπάρχει η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη και σ᾿ όλα τ᾿ άλλα ευτυχούν, είναι μεγάλη ανοησία να επιλέξουν τον πόλεμο· αν, όμως, καθίσταται αναγκαίο ή αμέσως να υποταχτούν στους άλλους, αφού υποχωρήσουν, ή να νικήσουν, αφού ριψοκινδυνεύσουν πρώτα, αυτός που αποφεύγει τον κίνδυνο είναι πιο άξιος να κατηγορηθεί απ᾿ αυτόν που τον αντιμετωπίζει
Καί γάρ οἷς μέν αἵρεσις γεγένηται τἆλλα εὐτυχοῦσι, πολλή ἄνοια πολεμῆσαι· εἰ δ᾿ ἀναγκαῖον ἦν ἤ εἴξαντας εὐθύς τοῖς πέλας ὑπακοῦσαι ἤ κινδυνεύσαντας περιγενέσθαι, ὁ φυγών τόν κίνδυνον τοῦ ὑποστάντος μεμπτότερος

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Μένανδρος, Δύσκολος, στιχ. 808-812 (Σώστρατος)

Κι αυτό είναι το μόνο αθάνατο· αν η τύχη κάποτε στα φέρει ανάποδα,εκείνο το καλό που έχεις κάνει θα το βρεις μπροστά σου. Καλύτερος φίλος είναι αυτός που βλέπεις μπρος στα μάτια σου παρά ο αόρατος και στο χώμα θαμμένος πλούτος
τοῦτο γάρ ἀθάνατόν ἐστι, κἄν ποτε πταίσας τύχηις, ἐκεῖθεν ἔσται ταὐτό τοῦτό σοι πάλιν. πολλῶι δέ κρεῖττόν ἐστιν ἐμφανής φίλος ἤ πλοῦτος ἀφανής, οὕ σύ κατορύξας ἔχεις

Ευριπίδης, Ρήσος, στιχ. 330 (Έκτορας)

μισώ τους φίλους που βοηθούν αργοπορημένα
μισῶ φίλοισιν ὕστερον βοηδρομεῖν

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ.10 (πρέσβεις Μυτιλήνης προς Λακεδαιμονίους)

δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή φιλία μεταξύ πολιτών ούτε συμμαχία μεταξύ πόλεων, αν δεν υπάρχει κοινή αντίληψη για την αρετή-εντιμότητα και για τις παρόμοιες ηθικές αξίες της ζωής
οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην οὔτε κοινωνίαν πόλεσιν ἐς οὐδέν ἤ μή μετ᾿ ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιντο καί τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν

Θουκυδίδης, Ιστορία Β΄, παρ.40 (Περικλέους Επιτάφιος)

Και ασφαλέστερος φίλος είναι ο ευεργέτης, γιατί προσπαθεί να διατηρεί τη συμπάθεια του ευεργετούμενου με την εύνοιά του προς αυτόν· από την άλλη, αυτός που χρωστά τη χάρη είναι περισσότερο αβέβαιος φίλος, επειδή θα δείξει καλοσύνη όχι για να του χρωστούν χάρη, αλλά απλά για να ξοφλήσει το χρέος του
βεβαιότερος δέ ὁ δράσας τήν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι ᾿ εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δέ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδώς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ᾿ ἐς ὀφείλημα τήν ἀρετήν ἀποδώσων

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ. 410-418 (κήρυκας)

Έρχομαι από πόλη που εξουσιάζεται από έναν μόνο άντρα και όχι από τον όχλο· κανείς δεν μπορεί αυτήν με ρητορείες να την παραπλανεί για δικό του όφελος και να την κάνει να στρέφεται από δω κι από κει, να την κολακεύει, να την καλοπιάνει στην αρχή και μετά να τη βλάπτει, και τα προηγούμενα σφάλματά του να καλύπτει με νέα ψέματα και να γλιτώνει έτσι την τιμωρία. Πώς μπορεί άλλωστε να κυβερνά σωστά την πολιτεία ο λαός, αν δεν κρίνει σωστά τους ρήτορες;
πόλις γάρ ἧς ἐγώ πάρειμ᾿ ἄπο ἑνός πρός ἀνδρός, οὐκ ὄχλῳ κρατύνεται· οὐδ᾿ ἔστιν αὐτήν ὅστις ἐκχαυνῶν λόγοις πρός κέρδος ἴδιον ἄλλοτ᾿ ἄλλοσε στρέφει, τό δ᾿ αὐτίχ᾿ ἡδύς καί διδούς πολλήν χάριν, ἐσαῦθις ἔβλαψ᾿, εἶτα διαβολαῖς νέαις κλέψας τά πρόσθε σφάλματ᾿ ἐξέδυ δίκης. ἄλλως τε πῶς ἄν μήν διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ᾿ ἄν δῆμος εὐθύνειν πόλιν;

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Ευριπίδης, Φοίνισσαι, στιχ. 536-545 (Ιοκάστη)

Να τιμάς την ισότητα που ενώνει φίλους, πόλεις και συμμάχους· γιατί η ισότητα είναι στη φύση των ανθρώπων, το παραπάνω, όμως, πάντοτε θα είναι αντίθετο στο λιγότερο και θα το πολεμά. Και γιατί η ισότητα έβαλε στους ανθρώπους μέτρα και σταθμά και όρισε αριθμούς, και το κλεισμένο μάτι της νύκτας και το φως του ήλιου κάνουν κάθε χρόνο τον ίδιο κύκλο και κανένα δεν έχει φθόνο για το άλλο επειδή νικιέται
ἰσότητα τιμᾶν ἥ φίλους ἀεί φίλοις πόλεις τε πόλεσι συμμάχους τε συμμάχοις συνδεῖ· τό γάρ ἴσον μόνιμον ἀνθρώποις ἔφυ, τῷ πλέονι δ᾿ ἀιεί πολέμιον καθίσταται τοὔλασσον ἐχθρᾶς θ᾿ ἡμέρας κατάρχεται. καί γάρ μέτρ᾿ ἀνθρώποισι καί μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε κἀριθμόν διώρισε, νυκτός τ᾿ ἀφεγγές βλέφαρον ἡλίου τε φῶς ἴσον βαδίζει τόν ἐνιαύσιον κῦκλον, κοὐδέτερον αὐτῶν φθόνον ἔχει νικώμενον

Θουκυδίδης, Ιστορία Γ΄, παρ.37 (Κλέων προς Αθηναίους)

είναι αδύνατο μια δημοκρατική χώρα να εξουσιάζει άλλους
δημοκρατίαν ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἡ ἑτέρων ἄρχειν

Θουκυδίδης, Ιστορία Β΄, παρ.37 (Περικλέους Επιτάφιος)

Κι είναι όλοι οι πολίτες απέναντι στους νόμους, όσον αφορά στις ιδιωτικές τους διαφορές, ίσοι· κι ο καθένας, ανάλογα με την πρόοδο του στον τομέα του, προτιμάται στα δημόσια αξιώματα όχι τόσο από τυχαία επιλογή όσο από την προσωπική του ικανότητα· κι ούτε πάλι κάποιος εξαιτίας της φτώχειας του, ενώ έχει τη δυνατότητα να προσφέρει κάτι καλό στην πόλη, εμποδίζεται λόγω της ασημότητας της κοινωνικής του θέσης
μέτεστι δέ κατά μέν τούς νόμους πρός τά ἴδια διάφορα πᾶσι τό ἴσον, κατά δέ τήν ἀξίωσιν, ὡς ἑκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπό μέρους τό πλέον ἐς τά κοινά ἤ ἀπ᾿ ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ᾿ αὖ κατά πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθόν δρᾶσαι τήν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται

Θουκυδίδης, Ιστορία ΣΤ΄, παρ.39 (Αθηναγόρας προς Αθηναίους)

Εγώ, όμως, ισχυρίζομαι πρώτα απ᾿ όλα πως η έννοια δημοκρατία περιλαμβάνει όλο το λαό, ενώ η ολιγαρχία ένα μέρος του· έπειτα, ναι μεν οι πλούσιοι είναι οι καλύτεροι διαχειριστές των χρημάτων, στις συμβουλές, όμως, καλύτεροι είναι οι συνετοί, ενώ και ο λαός, αν ακούσει τα σωστά, είναι ο καλύτερος κριτής· και όλοι αυτοί - πλούσιοι, συνετοί και λαός - η κάθε τάξη ξεχωριστά κι όλες μαζί έχουν στη δημοκρατία τα ίδια δικαιώματα
ἐγώ δέ φημί πρῶτα μέν δῆμον ξύμπαν ὠνομάσθαι, ὀλιγαρχίαν δέ μέρος, ἔπειτα φύλακας μέν ἀρίστους εἰναι χρημάτων τούς πλουσίους, βουλεῦσαι δ᾿ ἄν βέλτιστα τους ξυνετούς, κρῖναι δ᾿ ἄν ἀκούσαντας ἄριστα τούς πολλούς, καί ταῦτα ὁμοίως καί κατά μέρη καί ξύμπαντα ἐν δημοκρατία ἰσομερεῖν

Ευριπίδης, Άλκηστις, στιχ. 669-672 (Άδμητος)

Ψέματα λένε οι γέροι πως θέλουν να πεθάνουν, κατηγορώντας τα γηρατειά και το μακρύ χρόνο ζωής τους· όταν, όμως, πλησιάσει ο θάνατος, κανείς γέρος δε θέλει να πεθάνει κι ούτε τα γηρατειά γι ᾿ αυτούς είναι βάρος
μάτην ἄρ᾿ οἱ γέροντες εὔχονται θανεῖν, γῆρας ψέγοντες καί μακρόν χρόνον βίου· ἤν δ᾿ ἐγγύς ἔλθῃ θάνατος, οὐδείς βούλεται θνῄσκειν, τό γῆρας δ᾿ οὐκέτ᾿ ἔστ᾿ αὐτοῖς βαρύ

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ. 1108-1113 (ΙΦΗΣ)

Αχ, δυσπολέμητα γηρατειά, πόσο σας μισῶ· μισώ, όμως, και όσους προσπαθούν να μακρύνουν τη ζωή τους με ξόρκια, μαντζούνια και μαγικά, κόντρα στο ρεύμα, για να μην πεθάνουν· αυτοί πρέπει, αφού δεν ωφελούν σε τίποτα τη χώρα τους, να πεθαίνουν και να δίνουν τη θέση τους στους νέους
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ᾿ ἔχων, μισῶ δ᾿ ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καί ποτοῖσι καί μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετόν ὥστε μή θανεῖν· οὕς χρῆν, ἐπειδάν μηδέν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδών εἰναι νέοις

Ευριπίδης, Ικέτιδες, στιχ. 1080-1086 (ΙΦΗΣ)

Αλίμονο· γιατί να μη μπορούν οι άνθρωποι να γίνουν δύο φορές νέοι και πάλι δύο φορές γέροι; Αλλά ενώ στο σπίτι, αν δεν πάει καλά κάτι, με μια δεύτερη σκέψη το διορθώνουμε, στη ζωή αυτό δε μπορεί να γίνει. Αν ήμαστε δυο φορές νέοι και γέροι, έχοντας διπλή ζωή μπροστά μας, θα μπορούσε κάποιος να διορθώσει, αν έκανε κάπου λάθος, τα σφάλματά του
οἴμοι· τί δή βροτοῖσιν οὐ ἐστιν τόδε νέους δίς εἶναι καί γέροντας αὖ πάλιν; ἀλλ᾿ ἐν δόμοις ἐν ἤν τι μή καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα, αἰῶνα δ᾿ οὐκ ἔξεστιν. εἰ δ᾿ ἦμεν νέοι δίς καί γέροντες, εἰ τις ἐξημάρτανε, διπλοῦ βίου λαχόντες ἐξωρθούμεθ᾿ ἄν

Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος,στιχ. 110-111 (Κρέων)

γιατί με αγώνες και όχι χωρίς κόπο μεγαλώνει η πατρίδα· όσες, όμως, πόλεις ζουν μες στης ησυχίας τη νέκρα, χάνουν την περηφάνια τους λόγω της δειλίας τους αυτής
ἐν γάρ τοῖς πόνοισιν αὔξεται · αἱ δ᾿ ἥσυχοι σκοτεινά πράσσουσαι πόλεις σκοτεινά καί βλέπουσιν εὐλαβούμεναι

Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, στιχ. 410-412

μην αναβάλλεις ποτέ για αύριο ή μεθαύριο· ποτέ ο χασομέρης δε γεμίζει με αγαθά τ᾿ αμπάρι του ούτε αυτός που είναι αναβλητικός· με δράση προκόβει η δουλειά
μηδ᾿ ἀναβάλλεσθαι ἔς τ᾿ αὔριον ἔς τε ἔνηφιν· οὐ γάρ ἐτωσιοεργός ἀνήρ πίμπλησι καλιήν οὐδ᾿ ἀναβαλλόμενος· μελέτη δέ τό ἔργον ὀφέλλει

Θουκυδίδης, Ιστορία Δ΄ (Παγώνδας, Θηβαίος, Προς Βοιωτούς)

διασφαλίζει κανείς την ελευθερία του έναντι των γειτόνων του μόνο αν είναι έτοιμος ν᾿ αντισταθεί
πρός τε γάρ τούς ἀστυγείτονας πᾶσι τό ἀντίπαλον καί ἐλεύθερον καθίσταται

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Θουκυδίδης, Ιστορία Δ΄, παρ.19 (Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις προς Αθηναίους)

Από τη φύση τους οι άνθρωποι υποχωρούν πρόθυμα σ᾿ εκείνους που πρώτοι και με τη θέλησή τους κάνουν υποχωρήσεις, ενώ στους υπεροπτικά ανυποχώρητους είναι πρόθυμοι να αγωνιστούν παράτολμα
πεφύκασί τε τοῖς μέν ἑκουσίως ἐνδοῦσιν ἀνθησσᾶσθαι μεθ᾿ ἡδονῆς, πρός δέ τά ὑπεραυχοῦντα καί παρά γνώμην διακινδυνεύειν

Θουκυδίδης, Ιστορία Β΄, παρ.63 (Περικλής προς Αθηναίους)

Γιατί η ησυχία δε διασώζεται αν δε συνοδεύεται από αγωνιστικό πνεύμα
τό γάρ ἄπραγμον οὐ σώζεται μή μετά τοῦ δραστηρίου τεταγμένον

Θουκυδίδης, Ιστορία Α΄, παρ.120 (Κορίνθιοι προς Λακεδαιμονίους)

Γιατί και αυτός που διστάζει , επειδή ζει ευχάριστη ζωή, αν αδρανεί, θα χάσει πολύ γρήγορα την ευχαρίστηση που του χαρίζει αυτή του η αδράνεια
ὅ τε γάρ διά τήν ἡδονήν ὀκνῶν τάχιστ᾿ ἄν ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥαστώνης τό τερπνόν δι ᾿ ὅπερ ὀκνεῖ, εἰ ἡσυχάζοι

Ξενοφών, Ελληνικά Β,3,παρ.31 (Κριτίας προς Θηραμένη)

Πρέπει, όμως, Θηραμένη, ο άξιος άνδρας να ζει, να μην είναι ικανός στο να οδηγεί σε προβλήματα τους συντρόφους του, όταν δε εμφανίζεται κάποιο εμπόδιο, αμέσως να μεταστρέφεται, και, όπως ακριβώς σε καράβι πάνω, πρέπει να προσπαθεί συνεχώς έως ότου βρεθούν σε ούριο άνεμο· αλλιώς, πώς θα μπορούσαν να φτάσουν στον προορισμό τους αν με την πρώτη δυσκολία πλέουν αντίθετα;
δεῖ δέ, ὦ Θηράμενες, ἄνδρα τόν ἄξιον ζῆν οὐ προάγειν μέν δεινόν εἶναι εἰς πράγματα τούς συνόντας, άν δέ τι ἀντικόπτῃ, εὐθύς μεταβάλλεσθαι, ἀλλ᾿ ὥσπερ ἐν νηί διανοεῖσθαι, ἔως ἄν εἰς οὖρον καταστῶσιν· εἰ δέ μή, πῶς ἄν ἀφίκοιντο ποτε ἔνθα δεῖ, εἰ επειδάν τι ἀντικόψῃ, εὐθύς εἰς τἀναντία πλέοιεν;

Θουκυδίδης, Ιστορία Β΄, παρ.60 (Περικλής προς Αθηναίους)

Αυτός που γνωρίζει τι πρέπει να γίνει και δεν το αναλύει στους άλλους είναι ίδιος μ᾿ εκείνον που δεν το ξέρει· εκείνος πάλι που τα ᾿χει και τα δύο, αλλά διάκειται αρνητικά απέναντι στη πόλη, όμοια δε θα μιλήσει για το καλό της· αν, από την άλλη, είναι φιλόπατρις, αλλά νικιέται από το χρήμα, τότε τα πάντα θα μπορούσε να πωλήσει για χάρη του
ὅ τε γάρ γνούς καί μή σαφῶς διδάξας ἐν ἴσῳ καί εἰ μή ἐνεθυμήθη· ὅ τε ἔχων αμφότερα, τῇ δέ πόλει δύσνους, οὐκ ἄν ὁμοίως τι οἰκείως φράζοι· προσόντος δέ καί τοῦδε, χρήμασι δέ νικωμένου, τά ξύμπαντα τούτου ἐνός ἄν πωλοῖτο

Θουκυδίδης, Ιστορία ΣΤ΄, παρ.16 (Αλκιβιάδης προς Αθηναίους)

Γνωρίζω πως οι τέτοιοι και όσοι ξεχώρισαν σε κάτι με τη λαμπρότητά τους στη ζωή τους είναι ενοχλητικοί πρώτα στους όμοιούς τους και έπειτα στους άλλους που σχετίζονται μαζί τους, μετά το θάνατό τους, όμως, αφήνουν τέτοιο όνομα, που κάποιοι να λένε πως ήταν συγγενείς τους, ενώ και η όποια πατρίδα τους καυχιέται γι ᾿ αυτούς και δεν τους θεωρεί ούτε ξένους ούτε κακούς, αλλά δικούς της πολίτες που έκαναν σπουδαία πράγματα
οἶδα δέ τούς τοιούτους, καί ὅσοι ἔν τινος λαμπρότητι προέσχον, ἐν μέν τῷ καθ᾿ αὑτούς βίῳ λυπηρούς ὄντας, τοῖς ὁμοίοις μέν μάλιστα, ἔπειτα δέ καί τοῖς ἄλλοις ξυνόντας, τῶν δέ ἔπειτα ἀνθρώπων προσποίησίν τε ξυγγενείας τισί καί μή οὖσαν καταλιπόντας, καί ἧς ἄν ὦσι πατρίδος, ταύτῃ αὔχησιν ὡς οὐ περί ἀλλοτρίων οὐδ᾿ ἁμαρτόντων, ἀλλ᾿ ὡς περί σφετέρων τε καί καλά πραξάντων

Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, στιχ. 293-297

αυτός είναι ο καλύτερος που τα πάντα ο ίδιος σκέφτεται και μελετάει και στο τέλος βγάζει τα καλύτερα· καλός, βέβαια, και όποιος ακούει αυτόν που μιλά καλά· αυτός, όμως, που μήτε ο ίδιος σκέφτεται και καταλαβαίνει μήτε ακούγοντας κάποιον άλλο συνετίζεται, αυτός πάλι είναι άχρηστος άνθρωπος
οὗτος, μέν πανάριστος, ὅς αὐτός πάντα νοήσῃ φρασσάμενος, τά κ᾿ ἔπειτα καί ἐς τέλος ᾖσιν ἀμείνω· ἐσθλός δ᾿ αὖ κἀκεῖνος, ὅς εὖ εἰπόντι πίθηται· ὅς δέ κε μητ᾿ αὐτός νοέῃ μητ᾿ ἄλλου ἀκούων ἐν θυμῷ βάλληται, ὅ δ᾿ αὖτ᾿ ἀχρήιος ἀνήρ

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 899 (Αθηνά)

δεν μπορώ να υπόσχομαι αυτά που δε μπορώ να κάνω
ἔξεστι γάρ μοι μή λέγειν ἅ μή τελῶ

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 864-865 (Αθηνά)

ας μένει μακριά ο πόλεμος, που άμα θες αμέσως έρχεται, όταν ο πόθος της δόξας φουντώνει
θυραῖος ἔστω πόλεμος, οὐ μόλις παρών, ἐν ὧ τις ἔσται δεινός εὐκλείας ἔρως

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 725-726 (Απόλλων)

δεν είναι δίκαιο να ευεργετείς αυτόν που σε τιμά και σε σέβεται, και μάλιστα όταν το έχει έντονα ανάγκη;
οὔκουν δίκαιον τόν σέβοντ᾿ εὐεργετεῖν, ἄλλως τε πάντως χὤτε δεόμενος τύχοι;

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 696-699 (Αθηνά)

Συμβουλεύω τους πολίτες να μη σέβονται ούτε την αναρχία ούτε το δεσποτισμό, και να μην διώξουν ολότελα από την πόλη το φόβο. Γιατί ποιος από τους ανθρώπους είναι δίκαιος χωρίς να τον φοβίζει κάτι;
τό μήτ᾿ ἄναρχον μήτε δεσποτούμενον ἀστοῖς περιστέλλουσι βουλεύω σέβειν, καί μή τό δεινόν πᾶν πόλεως ἔξω βαλεῖν. τις γάρ δεδοικώς μηδέν ἔνδικος βροτῶν;

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 690-695 (Αθηνά)

Άρειος πάγος· σ᾿ αυτόν καθισμένοι -στο βράχο- ο σεβασμός και ο συγγενής του ο φόβος θα συγκρατούν διαρκώς τους πολίτες να μην αδικούν, αρκεί να μην τους αλλάξουν οι πολίτες με καινούριους νόμους· αν βρωμίσεις καθαρό νερό με λάσπες, δε θα βρεις ποτέ σου νερό να πιεις
πάγος τ᾿ Ἄρειος· ἐν δέ τῷ σέβας ἀστῶν φόβος τε ξυγγενής τό μή ἀδικεῖν σχήσει τό τ᾿ ἧμαρ καί κατ᾿ εὐφρόνην ὁμῶς, αὐτῶν πολιτῶν μή ᾿πικαινούντων νόμους κακαῖς ἐπιρροαῖσι· βορβόρῳ δ᾿ ὕδωρ λαμπρόν μιαίνων οὔποθ᾿ εὑρήσεις ποτόν

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 558-561 (Απόλλων)

Δεν είναι η αποκαλούμενη μάνα αυτή που γεννά το παιδί της, απλά τρέφει το νέο σπόρο· γεννά εκείνος που σπέρνει, ενώ αυτή σαν ξένη σώζει τον ξένο βλαστό, αν, βέβαια, δεν τον βλάψει ο θεός
οὐκ ἔστι μήτηρ ἡ κεκλημένη τέκνου τοκεύς, τροφός δέ κύματος νεοσπόρου· τίκτει δ᾿ ὁ θρώσκων, ἡ δ᾿ ἅπερ ξένῳ ξένη ἔσωσεν ἔρνος, οἷσι μή βλάψῃ θεός

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 550-557 (χορός)

Όποιος από μόνος του, χωρίς να τον ωθεί κάποια ανάγκη, είναι δίκαιος, δεν θα είναι ποτέ του δυστυχής· μακάρι καμιά συμφορά να μην τον βρει. Όποιος, όμως, τολμά τ᾿ αντίθετα και κάνοντας αδικίες από παντού μαζεύει και αρπάζει με τη βία, όταν έρθει η ώρα θα τον ρημάξει το κακό όντας με σκισμένα πανιά και κατάρτι σπασμένο
ἐκ τῶνδ᾿ ἀνάγκας ἄτερ δίκαιος ὤν οὔκ ἄνολβος ἔσται· πανώλεθρος δ᾿ οὔποτ᾿ ἄν γένοιτο. τόν ἀντίτολμον δέ φαμι παρβάδαν ἄγοντα πολλά παντόφυρτ᾿ ἄνευ δίκας βιαίως ξύν χρόνῳ καθήσειν λαῖφος, ὅταν λάβῃ πόνος θραυομένας κεραίας

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 539-543 (χορός)

Να σέβεσαι το βωμό της δικαιοσύνης· ποτέ να μην τον ατιμάσεις για το κέρδος κλωτσώντας τον με άθεο πόδι, γιατί θα επέλθει η τιμωρία. Σε περιμένει το τέλος που η μοίρα σου γράφει
βωμόν ἔδεσαι δίκας· μηδέ νιν κέρδος ἰδών ἀθέῳ ποδί λάξ ἀτίσῃς, ποινά γάρ ἐπέσται. κύριον μένει τέλος

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 534-536 (χορός)

από τη σωφροσύνη προέρχεται η ευτυχία που όλοι την αγαπούν και εύχονται να την αποκτήσουν
ἐκ δ᾿ ὑγιείας φρενῶν ὁ πᾶσιν φίλος καί πολύευκτος ὄλβος

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 533 (χορός)

η ύβρη-αλαζονεία είναι γνήσιο τέκνο της ασέβειας
δυσσεβίας μέν ὕβρις τέκος ὡς ἐτύμως

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 530-531 (χορός)

ο θεός δίνει δύναμη αυτά που γίνονται με μέτρο, ενώ τα άλλα τα βλέπει διαφορετικά
παντί μέσῳ τό κράτος θεός ὤπασεν, ἄλλ᾿ ἄλλᾳ δ᾿ ἐφορεύει

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 560,563-565 (χορός)

γελά ο θεός για τον άνομο άντρα[...]κι ο πλούτος που μάζευε συνέχεια πριν, χτυπώντας στο βράχο της δικαιοσύνης, χάνεται, ενώ και ο ίδιος πάει άκλαυτος
γελᾷ δέ δαίμων ἐπ ᾿ ἀνδρί θερμῷ[...]δι ᾿ αἰῶνος δέ τόν πρίν ὄλβον ἔρματι προσβαλών δίκας ὤλετ᾿ ἄκλαυστος, ἆστος

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 517-525 (χορός)

Είναι καλό να υπάρχει ο φόβος και πρέπει να στέκει επόπτης μέσα στο μυαλό των ανθρώπων. Συμφέρει ο σωφρονισμός από στεναγμό. Ποιος άνθρωπος ή ποια πολιτεία θα σέβεται τη Δίκη, αν δεν υπάρχει στις καρδιές ο φόβος;
ἔσθ᾿ ὅπου τό δεινόν εὖ καί φρενῶν ἐπίσκοπον δεῖ μένειν καθήμενον· ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπό στένει. τίς δέ μηδέν ἐν φάει καρδίας ἀνήρ τρέμων ἤ πόλις βροτῶν ὁμοίως ἔτ᾿ ἄν σέβειν δίκας;

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 413-414 (Αθηνά)

το να μιλάς για τα ελαττώματα των άλλων, ενώ ο ίδιος είσαι αψεγάδιαστος, δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε σωστό
λέγειν δ᾿ ἄμομφον ὄντα τούς πέλας κακῶς πρόσω δικαίων ἠδ᾿ ἀποστατεῖ θέμις

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 286 (Ορέστης)

καθώς περνά ο χρόνος, σβήνει μαζί του τα πάντα
χρόνος καθαίρει πάντα γηράσκων ὁμοῦ

Αισχύλος, Ευμενίδες, στιχ. 269-272 (χορός)

όποιος άλλος από τους ανθρώπους ή στο θεό ή σε κάποιον ξένο ή στους γονείς του αμάρτησε, να τιμωρείται αντάξια
τις ἄλλος ἤλιτεν βροτῶν ἤ θεόν ἤ ξένον τιν᾿ ἀσεβῶν ἤ τοκέας φίλους, ἔχονθ᾿ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 1020-1021 (χορός)

κανείς δε μπορεί να περάσει όλη του τη ζωή χωρίς συμφορές
οὔτις μερόπων ἀσινῆ βίοτον διά πάντ᾿ ἔντιμος ἀμείψει

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 958-960 (χορός)

πάντα νικούν οι θεοί και δε βοηθούν τους κακούς, άρα είναι σωστό να σεβόμαστε την επουράνια εξουσία
κρατεῖ τ᾿ αἰεί πως τό θεῖον παρά τό μή ὑπουργεῖν κακοῖς, ἄξια δ᾿ οὐρανοῦχον ἀρχάν σέβειν

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 921 (Κλυταιμήστρα)

πόνος για τις γυναίκες να είναι χωρίς τον άντρα τους
ἄλγος γυναιξίν ἀνδρός εἴργεσθαι

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 903 (Πυλάδης)

καλύτερα να τους έχεις όλους εχθρούς παρά τους θεούς
ἅπαντας ἐχθρούς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 662-664 (Ορέστης)

η ντροπή στην ομιλία μπερδεύει τα λόγια· ο άντρας στον άντρα μιλά με περισσότερο -από τη γυναίκα- θάρρος και φανερώνει καθαρά τη σκέψη του
αἰδώς γάρ ἐν λέχῃσιν οὖσ᾿ ἐπαργέμους λόγους τίθησιν· εἶπε θαρσήσας ἀνήρ πρός ἄνδρα κἀσήμηνεν ἐμφανές τέκμαρ

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 636-637 (χορός)

γιατί κανείς δε σέβεται όσα οι θεοί δεν αγαπούν
σέβει γάρ οὔτις τό δυσφιλές θεοῖς

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 597-599 (χορός)

το γάμο διαλύει ο παράφορος έρωτας των θηλυκών, σ᾿ ανθρώπους και σε ζώα
συζύγους δ᾿ ὁμαυλίας θηλυκρατής ἀπέρωτος ἔρως παρανικᾷ κνωδάλων τε καί βροτῶν

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 592-596 (χορός)

Αλλά ποιος μπορεί να μιλήσει για την παράτολμη γενναιοψυχία του άνδρα και τον αχαλίνωτο έρωτα των ξεμυαλισμένων γυναικών που φέρνει τη δυστυχία στους ανθρώπους;
ἀλλ᾿ ὑπέρτολμον ἀνδρός φρόνημα τίς λέγοι καί γυναικῶν φρεσίν τλημόνων παντόλμους ἔρωτας, ἄταισι συννόμους βροτῶν;

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 61-65 (χορός)

Άλλους η Δίκη τους προλαβαίνει γρήγορα στο φως, σε άλλους χρονίζουν κρυφά τα βάσανα κι αργούν να έρθουν, ενώ άλλους σκεπάζει η μαύρη νύχτα
ῥοπή δ᾿ ἐπισκοτεῖ δίκας ταχεῖα τοῖς μέν ἐν φάει, τά δ᾿ ἐν μεταιχμίῳ σκότου μένει χρονίζοντ᾿ ἄχη βρύει τούς δ᾿ ἄκραντος ἔχει νύξ

Αισχύλος, Χοηφόροι, στιχ. 59-60 (χορός)

Ο φόβος υπάρχει παντού. Αν μάλιστα καταφέρεις να τον περάσεις μέσα στους ανθρώπους, αυτοί τον θεωρούν πιο πάνω και από το θεό
φοβεῖται δέ τις. τό δ᾿ εὐτυχεῖν, τόδ᾿ ἐν βροτοῖς θεός τε καί θεοῦ πλέον

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 1317-1318 (χορός)

ποιος από τους ανθρώπους θα μπορούσε να πει πως γεννήθηκε με μια μοίρα χωρίς βάσανα και συμφορές;
τίς τἄν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 1307-1308 (χορός)

από τη φύση της η ευτυχία είναι τέτοια που δεν τη χορταίνουν οι άνθρωποι
τό μέν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 1303-1305 (Κασσάνδρα)

Ω, τύχες των ανθρώπων· θα μπορούσε κάποιος να πει πως η ευτυχία μοιάζει με σκιά· όταν έρθει η συμφορά, τη σβήνει μονομιάς, όπως ένα υγρό σφουγγάρι
ἰώ βρότεια πράγματ᾿· εὐτυχοῦντα μέν σκιᾷ τις ἄν πρέψειεν· εἰ δέ δυστυχοῖ, βολαῖς ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφήν

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 1335 (χορός)

πριν δράσει κάποιος, πρέπει πρώτα να το σκεφτεί
τοῦ δρῶντος ἐστι καί τό βουλεῦσαι πέρι

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 1280 (χορός)

αλλά είναι μεγάλη τιμή για τον άνθρωπο να πεθάνει δοξασμένος
ἀλλ᾿ εὐκλεῶς τοι κατθανεῖν χάρις βροτῷ

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 1018-1019 (χορός)

αυτοί που ανέλπιστα έγιναν πλούσιοι, σκληροί και πέρα από το μέτρο φαίνονται στους δούλους τους
οἵ δ᾿ οὔποτ᾿ ἐλπίσαντες ἤμησαν καλῶς, ὠμοί τε δούλοις πάντα καί πέρα σταθμῶν

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 1000-1004 (χορός)

αν οι θεοί δεν είχαν βάλει η μια την άλλη μοίρα να συγκρατεί, για να μη προχωρήσει παραπέρα, τότε θα μπορούσε η καρδιά να προφτάσει τη γλώσσα και να βγάλει προς τα έξω αυτά που κρύβει
εἰ δέ μή τεταγμένα μοῖρα μοῖραν ἐκ θεῶν εἶργε μή πλέον φέρειν, προφθάσασα καρδία γλῶσσαν ἄν τάδ᾿ ἐξέχει

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 927 (Αγαμέμνων)

γιατί κανείς με τη θέλησή του δεν υποδουλώνεται
ἑκών γάρ οὐδείς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 925-926 (Αγαμέμνων)

τον μειλίχιο άρχοντα και ο θεός τον βλέπει με καλοσύνη
τόν κρατοῦντα μαλθακῶς θεός πρόσωθεν εὐμενῶς προσδέρκεται

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 913 (Κλυταιμήστρα)

δεν έχει αξία όποιος δεν τον φθονούν
ὁ δ᾿ ἀφθόνητος γ᾿ οὐκ ἐπίζηλος πέλει

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 912 (Αγαμέμνων)

μεγάλη δύναμη έχει η βοή του πλήθους -μεγάλη δύναμη έχουν τα λόγια του κόσμου
φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 902-903 (Αγαμέμνων)

να θεωρείς ευτυχισμένο όποιον μες στη χαρά πεθαίνει
ὀλβίσαι δέ χρή βίον τελευτήσαντ᾿ ἐν εὐεστοῖ φίλῃ

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 901-902 (Αγαμέμνων)

και το να έχεις σύνεση είναι το μεγαλύτερο δώρο του θεού
καί τό μή κακῶς φρονεῖν θεοῦ μέγιστον δῶρον

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 876 (Κλυταιμήστρα)

είναι μεγάλη η ευχαρίστηση ν᾿ αποφύγεις ολότελα της μοίρας το γραμμένο
τερπνόν δέ τ᾿ ἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 859 (Κλυταιμήστρα)

είναι στη φύση των ανθρώπων, όποιον πέσει κάτω, να τον κλωτσούν περισσότερο
σύγγονον βροτοῖσι τόν πεσόντα λακτίσαι πλέον

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 831-832 (Κλυταιμήστρα)

με τον καιρό φεύγει και ο φόβος από τους ανθρώπους
ἐν χρόνῳ δ᾿ ἀποφθίνει τό τάρβος ἀνθρώποισιν

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 806-814 (Αγαμέμνων)

Στη φύση πολύ λίγων ανθρώπων υπάρχει αυτό, να αγαπούν δηλαδή το φίλο τους χωρίς φθόνο, όταν αυτός είναι ευτυχισμένος. Γιατί, όταν στάξει φαρμάκι ζήλιας στην καρδιά, διπλασιάζεται ο πόνος του αρρώστου· και με τις δικές του συμφορές βαρύνεται και στενάζει βλέποντας την ευτυχία των άλλων. Τα λέω αυτά, επειδή τα γνωρίζω· ξέρω πολύ καλά την ψεύτικη, θολής σκιάς, εικόνα αυτών που έδειχναν τόση φιλία σε μένα
παύροις γάρ ἀνδρῶν ἐστι συγγενές τόδε, φίλον τόν εὐτυχοῦντ᾿ ἄνευ φθόνων σέβειν. δύσφρων γάρ ἰός καρδίαν προσήμενος ἄχθος διπλοίζει τῷ πεπαμένῳ νόσον· τοῖς τ᾿ αὐτός αὑτοῦ πήμασιν βαρύνεται καί τόν θυραῖον ὄλβον εἰσορῶν στένει. εἰδώς λέγοιμ᾿ ἄν· εὖ γάρ ἐξεπίσταμαι ὁμιλίας κάτοπτρον, εἴδωλον σκιᾶς, δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς ἐμοί

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 763-767 (χορός)

ο καθένας είναι έτοιμος να στενάζει για κείνον που τον βρήκε συμφορά· χωρίς, όμως, η λύπη να του τρώει τα σωθικά· υπάρχουν κι άλλοι που φαίνεται να χαίρονται με τη χαρά του άλλου, πιέζοντας, όμως, τ᾿ αγέλαστά τους πρόσωπα
τῷ δυσπραγοῦντί τ᾿ ἐπιστενάχειν πᾶς τίς ἑτοῖμος· δῆγμα δέ λύπης οὐδέν ἐφ᾿ ἧπαρ προσικνεῖται· καί ξυγχαίρουσιν ὁμοιοπρεπεῖς, ἀγέλαστα πρόσωπα βιαζόμενοι

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 761-762 (χορός)

πολλοί είναι οι άνθρωποι που τιμούν περισσότερο αυτό που φαίνεται αδιαφορώντας για το δίκαιο
πολλοί δέ βροτῶν τό δοκεῖν εἶναι προτίουσι δίκην παραβάντες

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 748-755 (χορός)

Η Δίκη μέσα στα καπνισμένα φτωχόσπιτα φεγγοβολά, και ανταμείβει την τίμια ζωή. Απομακρύνεται από τα παλάτια των πλουσίων που τα γέμισαν άνομα χέρια με χρυσό, και πηγαίνει στ᾿ άσπιλα φτωχόσπιτα, αδιαφορώντας για την παραφουσκωμένη από τα λόγια ψεύτικη δύναμη του πλούτου· κι όλα τα οδηγεί σ᾿ ένα τέλος
Δίκα δέ λάμπει μέν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν, τόν τ᾿ ἐναίσιμον τίει βίον. τά χρυσόπαστα δ᾿ ἔδεθλα σύν πίνῳ χερῶν παλιντρόποις ὄμμασι λιποῦσ᾿, ὅσια προσέβατο δύναμιν οὐ σέβουσα πλοῦτου παράσημον αἴνῳ· πᾶν δ᾿ ἐπί τέρμα νωμᾷ

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 740-742 (χορός)

Αρέσει στην παλιά ύβρη-ανομία να γεννά καινούρια ύβρη στα πάθη των ανθρώπων
φιλεῖ δέ τίκτειν Ὕβρις μέν παλιά νεάζουσαν ἐν κακοῖς βροτῶν

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 738-739 (χορός)

η τύχη δίνει καλά παιδιά στα δίκαια σπίτια
οἴκων γάρ εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 735-737 (χορός)

η ασέβεια γεννά στη συνέχεια περισσότερα και όμοια μ᾿ αυτή κακά
τό δυσσεβές γάρ ἔργον μετά μέν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ᾿ εἰκότα γέννᾳ

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 729-733 (χορός)

όταν μεγαλώσει πολύ η ευτυχία του ανθρώπου, γεννά και δεν πεθαίνει χωρίς "παιδιά" · κι απ᾿ την καλή στη γενιά μοίρα φυτρώνει αδηφάγο κακό
μέγαν τελεσθέντα φωτός ὄλβον τεκνοῦσθαι μηδ᾿ ἄπαιδα θνῄσκειν, ἐκ δ᾿ ἀγαθάς τύχας γένει βλαστάνειν ἀκόρεστον οἰζύν

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 549 (κήρυκας)

γιατί πρέπει ο ζωντανός να κλαίει και να πονά για παλιές αναποδιές της τύχης;
τόν ζῶντα δ᾿ ἀλγεῖν χρή τύχης παλιγκότου;

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 531-532 (κήρυκας)

Ποιος, εκτός βέβαια από τους θεούς, έχει περάσει όλη του τη ζωή χωρίς κάποια συμφορά;
τίς δέ πλήν θεῶν ἅπαντ᾿ ἀπήμων τόν δι ᾿ αἰῶνος χρόνον;

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 462-466 (χορός)

Η γυναίκα από τη φύση της, πριν καν αποκαλυφθεί η αλήθεια, πιστεύει αμέσως στις χαρές. Πάρα πολύ γρήγορα τα λόγια της γυναίκας γίνονται πιστευτά και διαδίδονται· το ίδιο, όμως, γρήγορα φήμη που ξεστόμισε γυναίκα χάνεται
γυναικός αἰχμᾶ πρέπει πρό τοῦ φανέντος χάριν ξυναινέσαι. πιθανός ἄγαν ὁ θῆλυς ὅρος ἐπινέμεται ταχύπορος· ἀλλά ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 450 (χορός)

επιθυμώ την ευτυχία που δεν προκαλεί φθόνο
κρίνω δ᾿ ἄφθονον ὄλβον

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 447 (χορός)

είναι βαρύ να είσαι δοξασμένος και ξιπασμένος
τό δ᾿ ὑπερκόπως κλύειν εὖ βαρύ

Αισχύλος, Αγαμέμνονας, στιχ. 441-446 (χορός)

όταν έρθει η ώρα, οι Ερινύες, μ᾿ ένα γύρισμα της τύχης, αφανίζουν αυτόν που ζει ευτυχισμένος κάνοντας αδικίες, κι αν πέσει σε τέτοια συμφορά, δε σώζεται με τίποτα
κελαιναί δ᾿ Ἐρινύες χρόνῳ τυχηρόν ὄντ᾿ ἄνευ δίκας παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου τιθεῖσ᾿ ἀμαυρόν, ἐν δ᾿ ἀίστοις τελέθοντος οὔτις ἀλκά

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 358-367 (χορός)

είναι ξεκάθαρο πως η τόλμη φέρνει την καταστροφή σ᾿ εκείνους που με πολεμοχαρή διάθεση επιζητούν τα πλούτη και όχι το δίκαιο, και γεμίζουν τα σπίτια τους με περισσότερο πλούτο απ᾿ ότι πρέπει. Να μη πέσουν συμφορές σ᾿ εκείνον που με σύνεση ικανοποιείται με τα λίγα. Γιατί δεν υπάρχει κάστρο να σώσει τον άνθρωπο που κλωτσά το δίκαιο για να γεμίσει με πλούτο
πέφανται δ᾿ ἐγγονοῦσα τόλμη τῶν Ἄρη πνεόντων μεῖζον ἤ δικαίως, φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ ὑπέρ τό βέλτιστον. ἔστω δ᾿ ἀπήμαντον, ὥστ᾿ ἀπαρκεῖν εὖ πραπίδων λαχόντι. οὐ γάρ ἔστιν ἔπαλξις πλούτου πρός κόρον ἀνδρί λακτίσαντι μέγαν Δίκας βωμόν εἰς ἀφάνειαν

Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 235-238 (χορός)

Η Δίκη σε όσους έπαθαν δίνει τη γνώση· το τι θα γίνει στο μέλλον το μαθαίνεις, μόνο όταν γίνει· δεν μπορείς να το γνωρίζεις από πριν· είναι σαν να κλαις για κάτι πριν αυτό φανερωθεί
Δίκα δέ τοῖς μέν παθοῦσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει· τό μέλλον ἐπεί γένοιτ᾿ ἄν κλύοις· πρό χαιρέτω· ἴσον δέ τό προστένειν